- σκαρία
- Α(κατά τον Ησύχ.) «παιδιά».[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. σκαρ- τού σκαίρω «πηδώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκάρια — σκάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαρί — το, Ν 1. ναυτ. α) σκελετός πάνω στον οποίο στηρίζεται το πλοίο που κατασκευάζεται ή επισκευάζεται, εσχάρα ναυπηγείου β) σκελετός ναυπηγούμενου πλοίου («η Νοτιά... δεν ήτο ικανή να τού αρπάσῃ το σκαρί του..., Παπαδ.) 2. μτφ. α) σωματική διάπλαση,… … Dictionary of Greek
Aris Konstantinidis — (griechisch Άρης Κωνσταντινίδης, * 4. März 1913 in Athen; † 18. September 1993 in Athen) war ein Architekt des Funktionalismus, der als Leiter des Xenia Programms zum Bau von touristischer Infrastruktur bekannt wurde. Trotz der modernen… … Deutsch Wikipedia
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αποσκαριάζω — [σκαρί] 1. (για πλοία) αφαιρώ τα σκαριά και καθελκύω στη θάλασσα 2. αφαιρώ τα υποστηρίγματα ογκώδους αντικειμένου … Dictionary of Greek
ασκάρωτος — η, ο 1. (για σκάφη) αυτός που δεν έχει μπει ακόμη στα σκαριά («καΐκι ασκάρωτο») 2. (για οικοδομήματα) όποιος δεν έχει ακόμη θεμελιωθεί 3. (για υποθέσεις) εκείνος που δεν έχει ακόμη σχεδιαστεί … Dictionary of Greek
καθέλκυση — Το σύνολο των εργασιών με τις οποίες το πλοίο μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό. Το σκάφος δεν μετακινείται απευθείας πάνω στην κλίνη. Ανάμεσα σε αυτήν και στο σκάφος παρεμβάλλεται το λίκνο, ένα είδος μεγάλου έλκηθρου, του οποίου οι… … Dictionary of Greek
σκαρώνω — και εσχαρώνω Ν [σκαρί / εσχάριο] 1. (ναυπ.) αρχίζω τη ναυπήγηση πλοίου στρώνοντας την τρόπιδά του πάνω στα εσχάρια, βάζω πλοίο στα σκαριά 2. σχεδιάζω κάτι ή έχω υπό εκτέλεση ένα έργο 3. φρ. α) «μού σκάρωσαν μια δουλειά» επινόησαν κάτι σε βάρος… … Dictionary of Greek
Βολανάκης, Κωνσταντίνος — (Κρήτη 1837 – Πειραιάς 1907). Ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους της ελληνικής θαλασσογραφίας. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη. Από το 1860 μαθήτευσε στην Ακαδημία του Μονάχου με καθηγητή τον Πιλότι. Εργάστηκε ως… … Dictionary of Greek
Μάρθας, Τάκης — (Λαύριο 1905 – Αθήνα 1965). Αρχιτέκτονας, ζωγράφος και καθηγητής της Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσοβίο Πολυτεχνείο. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και αμέσως μετά την αποφοίτησή του (1930) διορίστηκε επιμελητής της έδρας της παραστατικής και… … Dictionary of Greek